- ναρκοπέδιο
- τοναρκοθετημένος τόπος της ξηράς: Τα ναρκοπέδια είναι επικίνδυνες περιοχές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ναρκοπέδιο — το στρατ. έκταση στην ξηρά ή στη θάλασσα στην οποία έχουν τοποθετηθεί νάρκες σε μία ή περισσότερες σειρές για να κάνουν επικίνδυνο ή αδύνατο το πέρασμα τών στρατευμάτων, τών οχημάτων ή τών πλοίων τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + πεδίο (πρβλ.… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
Βότσης, Νικόλαος — (Ύδρα 1877 – Αθήνα 1931). Αξιωματικός του ναυτικού. Καταγόταν από γνωστή οικογένεια Υδραίων αγωνιστών. Στις αρχές των Βαλκανικών πολέμων έγινε ήρωας του πρώτου ναυτικού κατορθώματος, με το οποίο συνδέθηκε ο αγώνας του 1912 με την παράδοση των… … Dictionary of Greek